μακαρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μακαρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μακαρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακαρίζω
  3. θα μακαρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακαρίζω