μακιαβελισμοί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μακιαβελισμοί

  1. μακιαβελισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. μακιαβελισμός, στην κλητική του πληθυντικού