μανουριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανουριάζω < μανούρα

μανουριάζω

  • δημιουργώ προβλήματα, προκαλώ φασαρία, προκαλώ μανούρα, νευριάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]