μασκαρέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μασκαρέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μασκαρεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μασκαρεύω
  3. θα μασκαρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μασκαρεύω