ματαδιαβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ματαδιαβάζω
- διαβάζω ξανά, ξαναδιαβάζω
- Το διαβάζω, το ματαδιαβάζω, νόημα πάλι δεν βγάζω
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- σαν το διαβάζω αλλά με λιγότερους τύπους (π.χ. δεν είναι δόκιμο το ματαδιαβασμένος)