μεγάλουχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγάλουχος < μεγαλοῦχος
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγάλουχος
- (παρωχημένο) ο αρχοντικός, αυτός που δείχνει να έχει πολλά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγάλουχος
|