μεγαλορρημονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλορρημονώ < μεγάλο- + -ρρημονώ (με αναδιπλασιασμό κατά τη σύνθεση) < ῥῆμα

Ρήμα[επεξεργασία]

μεγαλορρημονώ

  • χρησιμοποιώ πομπώδες ύφος στην ομιλία μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]