μελαγχρωστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

η, την, ε, ω μελαγχρωστική (el) θηλυκό, ενικός