μεσοθάλασσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μεσοθάλασσα (el)

  1. πολύ μακριά από στεριά, μεσοπέλαγα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

η μεσοθάλασσα (el)

  1. η Μεσόγειος Θάλασσα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τα μεσοθάλασσα (el) ουδέτερο
βλ. ο μεσοθάλασσος

  • τα μεσοθαλάσσια, τα μεσοπέλαγα