μεταδώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεταδώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταδίδω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταδίδω
- θα μεταδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταδίδω