μεταπείσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεταπείσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταπείθω
- θα μεταπείσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταπείθω