μεταπωλήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μεταπωλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταπωλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταπωλώ
  3. θα μεταπωλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταπωλώ