μετεκπαιδευτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μετεκπαιδευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεκπαιδεύομαι
  2. θα μετεκπαιδευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεκπαιδεύομαι