μετενσαρκώσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μετενσαρκώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετενσαρκώνω
  2. θα μετενσαρκώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετενσαρκώνω