μηχανογραφήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μηχανογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μηχανογραφώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανογραφώ
  3. θα μηχανογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανογραφώ