μηχανοργανώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μηχανοργανώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
  3. θα μηχανοργανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανοργανώνω