μιληθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μιληθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μιλιέμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μιλιέμαι
  3. θα μιληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μιλιέμαι