μισθοδοτηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μισθοδοτηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισθοδοτούμαι
- θα μισθοδοτηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισθοδοτούμαι