μιχαλᾶτον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιχαλᾶτον ουδέτερο
- (νόμισμα) άλλη μορφή του μιχαηλᾶτον
Πηγές
[επεξεργασία]- μιχαηλάτον (μονοτονικό λήμμα) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].