μονιμοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονιμοποιούμαι, παθητική φωνή του μονιμοποιώ

μονιμοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη μονιμοποιώ