μονοιάσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μονοιάσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονοιάζω
- θα μονοιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονοιάζω