μονομαχήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μονομαχήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονομαχώ
- θα μονομαχήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονομαχώ