μορφώσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μορφώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μορφώνω
- θα μορφώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μορφώνω