μουμιοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουμιοποιούμαι, παθητική φωνή του μουμιοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

μουμιοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη μουμιοποιώ