μουνομαχίη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουνομαχίη θηλυκό και μονομαχία
- (Ιωνική διάλεκτος) μάχη ενός απέναντι σε έναν
- ἐνθαῦτα μουνομαχίη τριφασίη ἐκ προκλήσιός σφι ἐγένετο (Ηρόδοτος, Ε, 1)