μουρμουρήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μουρμουρήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μουρμουράω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουρμουράω
- θα μουρμουρήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουρμουράω