μουτρώσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μουτρώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουτρώνω
  2. θα μουτρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουτρώνω