μπατσίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μπατσίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπατσίζω
- θα μπατσίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπατσίζω