μπαϊλντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαϊλντώ < τουρκική bayıldım

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαϊλντώ

→ δείτε τη λέξη μπαϊλντίζω