μυωπάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μυωπάζω
- είμαι μύωψ, δέν βλέπω μακριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυωπάζω
|
Δείτε επίσης : μυωπίζω |
μυωπάζω
|