μυωπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μυωπίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυωπάζω < μύωψ ρ. παραγόμενο από ουσιαστικό + κατάληξη -άζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μυωπάζω

  • είμαι μύωψ, δέν βλέπω μακριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]