νήστις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νήστις < νῆστις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νήστις αρσενικό ή θηλυκό

  1. η νήστιδα, το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου
  2. που φέρνει νηστεία
  3. ο πόνος από τη νηστεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]