ναυλωθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ναυλωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ναυλώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυλώνομαι
  3. θα ναυλωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυλώνομαι