ναυπηγούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναυπηγούμαι, παθητική φωνή του ναυπηγώ

ναυπηγούμαι

→ δείτε τη λέξη ναυπηγώ