νεκραναστήσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
νεκραναστήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεκρανασταίνω
- θα νεκραναστήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεκρανασταίνω