νεκραναστήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νεκραναστήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεκρανασταίνω
  2. θα νεκραναστήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεκρανασταίνω