νεροβράσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νεροβράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νεροβράζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεροβράζω
  3. θα νεροβράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεροβράζω