νοικοκυρέψετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
νοικοκυρέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοικοκυρεύω
- θα νοικοκυρέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοικοκυρεύω