νομοθετηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νομοθετηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νομοθετούμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νομοθετούμαι
  3. θα νομοθετηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νομοθετούμαι