νοτίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νοτίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοτίζω
  2. θα νοτίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοτίζω