ντέρμπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντέρμπι ουδέτερο άκλιτο
- αγώνας μεταξύ πολύ δυνατών αντιπάλων. Αγώνας κορυφής.
- αγώνας μεταξύ ισάξιων αντιπάλων με αβέβαιο αποτέλεσμα. Αμφίρροπος αγώνας.
- Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψεις τον νικητή. Ο αγώνας είναι ντέρμπι.