ντέρμπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντέρμπι < αγγλική derby

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντέρμπι ουδέτερο άκλιτο

  1. αγώνας μεταξύ πολύ δυνατών αντιπάλων. Αγώνας κορυφής.
  2. αγώνας μεταξύ ισάξιων αντιπάλων με αβέβαιο αποτέλεσμα. Αμφίρροπος αγώνας.
Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψεις τον νικητή. Ο αγώνας είναι ντέρμπι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]