νταγιαντίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
νταγιαντίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νταγιαντίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νταγιαντίζω
- θα νταγιαντίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νταγιαντίζω