νταντέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νταντέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νταντεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νταντεύω
  3. θα νταντέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νταντεύω