ντούρου ντούρου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντούρου ντούρου < ντούρος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντούρου ντούρου

  1. καμαρωτά γύρω γύρω
  2. (σκωπτικά) λέγεται συνηθέστερα για πεζή κυκλική περιπλάνηση χωρίς αποτέλεσμα
* "γύρναγα όλη μέρα ντούρου ντούρου τις υπηρεσίες χωρίς αποτέλεσμα
* "ντούρου ντούρου, ντούρου ντούρου / στην πλατεία Κουμουνδούρου"

Μεταφράσεις[επεξεργασία]