ντύνομαι στα λευκά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ντύνομαι στα λευκά

Έκφραση[επεξεργασία]

  • (για γυναίκα) παντρεύομαι