νυμφαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

νυμφαίοι

  1. νυμφαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. νυμφαίος, στην κλητική του πληθυντικού