νυχτώσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]νυχτώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυχτώνω
- θα νυχτώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυχτώνω