νυχτώσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νυχτώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυχτώνω
  2. θα νυχτώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυχτώνω