ξαποστάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ξαποστάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξαποσταίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξαποσταίνω
- θα ξαποστάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξαποσταίνω