ξαργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαργώ < μεσαιωνική ελληνική
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαργώ
- (λαϊκότροπο) αργώ, καθυστερώ, βραδυπορώ, κινούμαι αργά από νωθρότητα ή για άλλους λόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαργώ
|