ξαφνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαφνίζω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαφνίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξαφνίζω
- (παρωχημένο) εκφορά του ξαφνιάζω
→ δείτε τη λέξη ξαφνιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαφνίζω | ξάφνιζα | θα ξαφνίζω | να ξαφνίζω | ξαφνίζοντας | |
β' ενικ. | ξαφνίζεις | ξάφνιζες | θα ξαφνίζεις | να ξαφνίζεις | ξάφνιζε | |
γ' ενικ. | ξαφνίζει | ξάφνιζε | θα ξαφνίζει | να ξαφνίζει | ||
α' πληθ. | ξαφνίζουμε | ξαφνίζαμε | θα ξαφνίζουμε | να ξαφνίζουμε | ||
β' πληθ. | ξαφνίζετε | ξαφνίζατε | θα ξαφνίζετε | να ξαφνίζετε | ξαφνίζετε | |
γ' πληθ. | ξαφνίζουν(ε) | ξάφνιζαν ξαφνίζαν(ε) |
θα ξαφνίζουν(ε) | να ξαφνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάφνισα | θα ξαφνίσω | να ξαφνίσω | ξαφνίσει | ||
β' ενικ. | ξάφνισες | θα ξαφνίσεις | να ξαφνίσεις | ξάφνισε | ||
γ' ενικ. | ξάφνισε | θα ξαφνίσει | να ξαφνίσει | |||
α' πληθ. | ξαφνίσαμε | θα ξαφνίσουμε | να ξαφνίσουμε | |||
β' πληθ. | ξαφνίσατε | θα ξαφνίσετε | να ξαφνίσετε | ξαφνίστε | ||
γ' πληθ. | ξάφνισαν ξαφνίσαν(ε) |
θα ξαφνίσουν(ε) | να ξαφνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαφνίσει | είχα ξαφνίσει | θα έχω ξαφνίσει | να έχω ξαφνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαφνίσει | είχες ξαφνίσει | θα έχεις ξαφνίσει | να έχεις ξαφνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαφνίσει | είχε ξαφνίσει | θα έχει ξαφνίσει | να έχει ξαφνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαφνίσει | είχαμε ξαφνίσει | θα έχουμε ξαφνίσει | να έχουμε ξαφνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαφνίσει | είχατε ξαφνίσει | θα έχετε ξαφνίσει | να έχετε ξαφνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαφνίσει | είχαν ξαφνίσει | θα έχουν ξαφνίσει | να έχουν ξαφνίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξαφνίζω
|