ξεκληρίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ξεκληρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκληρίζω
- θα ξεκληρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκληρίζω